- Ζήνωνα
- Ζήνωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζήνων' — Ζήνωνα , Ζήνων masc acc sg Ζήνωνι , Ζήνων masc dat sg Ζήνωνε , Ζήνων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλλος — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
Κλεάνθης — I (331; – Αθήνα 232; π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος. Το 282 π.Χ. πήγε στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε τη διδασκαλία και δέχτηκε την επιρροή του Ζήνωνα, ιδρυτή της στωικής σχολής. Αρχικά ήταν αθλητής. Μολονότι ήταν φτωχός, είχε αποδεχθεί την κατάστασή… … Dictionary of Greek
Αρίστων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Συμβασίλεψε με τον Αγιάδη Αναξανδρίδα. Βασίλεψε περίπου 40 χρόνια και νίκησε τους Τεγεάτες. 2. Κυρηναίος πολιτικός (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας… … Dictionary of Greek
Λεόντιος — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της βυζαντινής εποχής. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν εθνικός στο θρήσκευμα και ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου παραδίδοντας μαθήματα φιλοσοφίας και ρητορικής. Από την εργασία αυτή απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
στωική σχολή — Μία από τις σημαντικότερες τάσεις της φιλοσοφίας των ελληνιστικών χρόνων. Ως σχολή ιδρύθηκε τον 3o αι. π.Χ. από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα σε μια στοά της Αθήνας που λεγόταν Ποικίλη Στοά (από όπου πήρε και το όνομά της). Η στωική φιλοσοφία… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
Βηρίνη — (5ος αι. μ.Χ.). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Λέοντα Α’ (457 474). Μετά τον θάνατο του Λέοντα, η Β. συνετέλεσε στην ανακήρυξη ως αυτοκράτορα του Ζήνωνα (474 475 και 476 491), που καταγόταν από την Ισαυρία, άντρα της κόρης της Αριάδνης.… … Dictionary of Greek